- ερίκτυπος
- ἐρίκτυπος, -ον (Α)αυτός που κάνει μεγάλο κτύπο, κρότο («ἐρίκτυπον Ἐννοσίγαιον», Ησίοδ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < ερι- (επιτ. μόριο) + κτύπος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἐρίκτυπον — ἐρίκτυπος loud sounding masc/fem acc sg ἐρίκτυπος loud sounding neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐρικτύπου — ἐρίκτυπος loud sounding masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐρικτύπῳ — ἐρίκτυπος loud sounding masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ερι- — (I) ἐρι (Α) αχώριστο μόριο (όπως το αρι ) που επιτείνει την έννοια τών λέξεων στις οποίες προστίθεται ως α’ συνθετικό (π.χ. α. εριαυγής πάρα πολύ λαμπρός, φωτεινότατος β. ερίτιμος πολύτιμος, εντιμότατος γ. εριβρεμέτης* αυτός που βροντάει ισχυρά,… … Dictionary of Greek
κτύπος — και χτύπος, ο (AM κτύπος, Μ και χτύπος) 1. ισχυρός ήχος, πάταγος, κρότος από κρούση, πτώση, ροή νερού, μουσικό όργανο κ.λπ. 2. κρούση, κτύπημα νεοελλ. μσν. 1. ρυθμικός παλμός ή ήχος (α. «χτύπος τής καρδιάς» β. «χτύπος τού ρολογιού») 2.… … Dictionary of Greek
ἐρικτύπωι — ἐρικτύπῳ , ἐρίκτυπος loud sounding masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)